θελξίφρων

θελξίφρων
θελξίφρων, -ον (Α)
1. θελξίνους*
2. επίθ. τού Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω*) + -φρων (< φρην), πρβλ. ά-φρων, παρά-φρων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θελξίφρονα — θελξίφρων neut nom/voc/acc pl θελξίφρων masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελξίφρονες — θελξίφρων masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελξίφρονι — θελξίφρων dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελξίφρονος — θελξίφρων gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”